εισπράχτορας

εισπράχτορας
ο
υπάλληλος που εισπράττει χρήματα με αποδείξεις για λογαριασμό τρίτου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φορατζής — ο πληθ. ήδες, ο εισπράχτορας δημόσιων ή δημοτικών φόρων, ο φοροεισπράχτορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοροεισπράχτορας — ο ο εισπράχτορας δημόσιων ή δημοτικών φόρων, ο φορατζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”